γκοριτσιά

γκοριτσιά
(Gorizia).Πόλη (136.183 κάτ. το 2001) της βόρειας Ιταλίας. Ανήκει στο διοικητικό διαμέρισμα Φρίουλι-Βενέτσια Τζούλια. Βρίσκεται σε μία εύφορη πεδιάδα και έχει ανεπτυγμένη βιομηχανία υφασμάτων, χυτήρια και χημικές βιομηχανίες. Η Γ. αποτελεί έδρα αρχιεπισκοπής και διαθέτει αξιόλογα μουσεία. Η πόλη αναφέρεται από τον 11o αι. Toν 16o αι. κατακτήθηκε από τους Αψβούργους και το διάστημα 1815-18 ήταν η πρωτεύουσα της κομητείας Γκερτς. Το 1751 έγινε έδρα αρχιεπισκοπής, ενώ στο μοναστήρι των Φραγκισκανών της Καστανιαβίτσα έχουν ταφεί ο βασιλιάς Κάρολος Γ’ της Γαλλίας, ο δούκας της Ανγκουλέμης και ο κόμης του Σαμπάρ. Το 1916 η πόλη κυριεύτηκε από τα ιταλικά στρατεύματα με αρχηγό τον δούκα της Αόστα. Το 1917 καταστράφηκε, μετά την ήττα των Ιταλών στο Καπορέτο. Ανακατακτήθηκε από τα ιταλικά στρατεύματα το 1918.
* * *
και γκορτσ(ι)ά, η
αγριαχλαδιά, αγραπιδιά (Pirus amygdaliformis).
[ΕΤΥΜΟΛ. < (αλβ.) goritse].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γκοριτσιά — η και γκορτσιά, η (λ. αλβαν.), η αγριαχλαδιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Αυστρία — I (Αστρον.). Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 18 Μαρτίου 1874. Το αστρικό φωτογραφικό του μέγεθος στη μέση αντίθεσή του είναι 13,1 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και 10,8 από τον Ήλιο. II Κράτος της κεντρικής… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • Κάρολος — I (Charles). Όνομα επτά αυτοκρατόρων της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. 1. Κ. Α’. Βλ. λ. Καρλομάγνος. 2. Κ. Β’, ο Φαλακρός (Φρανκφούρτη 823 – Μπριντ λε Μπεν, Σαβοΐα 877). Αυτοκράτορας της Αγίας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας (875 877). Ήταν υστερότοκος… …   Dictionary of Greek

  • Ντα Πόντε, Λορέντσο — (Lorenzo Da Ponte, Τσενέντα 1749 – Νέα Υόρκη 1838). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Ιταλού λιμπρετίστα Εμανουέλε Κονελιάνο (Emanuele Conegliano). Γεννήθηκε σε εβραϊκή οικογένεια αλλά βαφτίστηκε από τον επίσκοπο Λορέντσο Ντα Πόντε (από τον οποίο πήρε… …   Dictionary of Greek

  • Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… …   Dictionary of Greek

  • Φαμπιάνι, Μαξ — (Fabiani, Σαν Ντανιέλε ντελ Κάρσο 1865 – Γκορίτσια 1962). Ιταλός αρχιτέκτονας και πολεοδόμος. Σπούδασε στην αρχιτεκτονική σχολή της Βιένης και διετέλεσε βοηθός του Ο. Βάγκνερ από το 1894 έως το 1896. Τα έργα του χαρακτηρίζονται από μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”